- λαμυρᾶς
- λαμυρόςfull of abyssesfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμυράς — λαμυρά̱ς , λαμυρός full of abysses fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός … Dictionary of Greek